- ἄνιππα
- ἄνιππαἄνιπποςwithout horse: neut nom /voc /acc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἄνιππα — ἄνιππος without horse neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππάσιμος — η, ο (Α ἱππάσιμος, ασίμη, ον) [ιππάζομαι] (για τόπο) κατάλληλος για ιππασία («Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῡσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην», Ηρόδ.) αρχ. 1. μτφ. αυτός που υποκύπτει στη δύναμη ή στις διαθέσεις τών άλλων («τοῑς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς… … Dictionary of Greek